Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δῖα Καλυψώ

См. также в других словарях:

  • Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

  • κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… …   Dictionary of Greek

  • Νύμφες — I Αρχαίες ελληνικές θεότητες των φυσικών δυνάμεων, που κατοικούσαν στα δάση και στις σπηλιές, πλάι σε πηγές, χείμαρρους και ποταμούς ή και σε μοναχικά νησιά, όπως η Καλυψώ και η Κίρκη. Οι Ν. των δασών, των λόφων, των λιβαδιών και των πηγών –που ο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»